συντηκτικός

συντηκτικός
-ή, -ό / συντηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [συντηκτός]
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προκαλεί σύντηξη, αυτός που επιφέρει σύντηξη
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύντηξη
αρχ.
1. διαλυτικός
2. αυτός που υγροποιείται εύκολα
3. (για ασθενή) ο επιρρεπής σε λιποθυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντηκτικός — able to liquefy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικά — συντηκτικός able to liquefy neut nom/voc/acc pl συντηκτικά̱ , συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc/acc dual συντηκτικά̱ , συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικῶν — συντηκτικός able to liquefy fem gen pl συντηκτικός able to liquefy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικόν — συντηκτικός able to liquefy masc acc sg συντηκτικός able to liquefy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικαί — συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικοῖς — συντηκτικός able to liquefy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικοί — συντηκτικός able to liquefy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικούς — συντηκτικός able to liquefy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτική — συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηκτικήν — συντηκτικός able to liquefy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”