- συντηκτικός
- -ή, -ό / συντηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [συντηκτός]1. αυτός που έχει την ικανότητα να προκαλεί σύντηξη, αυτός που επιφέρει σύντηξη2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύντηξηαρχ.1. διαλυτικός2. αυτός που υγροποιείται εύκολα3. (για ασθενή) ο επιρρεπής σε λιποθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.